- συναισθητικός
- -ή, -ό / συναισθητικός, -ή, -όν, ΝΑ [συναισθάνομαι]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συναίσθησηνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το συναισθητικό(ψυχολ.) το μέρος τής ψυχολογίας που ασχολείται με το συναίσθημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναισθητική — συναισθητικός by way of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)